μαυλιστήριον

μαυλιστήριον
μαυλιστήριον, τὸ (Α)
1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός
2. οίκος ανοχής, πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμνασ-τήριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”